διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γιαμασάκι, Μινόρου — (Minoru Yamasaki, Σιάτλ 1912 – 1986). Αμερικανός αρχιτέκτονας, ιαπωνικής καταγωγής. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εργάστηκε σε μερικά από τα μεγαλύτερα γραφεία αρχιτεκτονικών μελετών των ΗΠΑ (Χάρισον, Φουόχουξ και Αμπράμοβιτς) όπου διαμόρφωσε… … Dictionary of Greek
Γκαουντί ι Κορνέτ, Αντόνιο — (Antonio Gaudi y Cornet, Ρεούς 1852 – Βαρκελώνη 1926).Ισπανός αρχιτέκτονας. Ο Γ. συμμετείχε στην προσπάθεια ανανέωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της εποχής του με εντελώς προσωπικούς τρόπους και χωρίς καμία εξάρτηση από τους μεγάλους… … Dictionary of Greek
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek